ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ-Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΕ ΣΥΣΤΗΜΑΤΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ Η ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ
Η συστημική θεραπεία δε δημιουργήθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη. Οι ρίζες της φτάνουν στα βάθη της ιστορίας της ψυχοθεραπείας. Στη δεκαετία του 50 κάποιοι πρωτοπόροι θεραπευτές άρχισαν να εγκαταλείπουν το γνώριμο πεδίο της ατομικής ή ομαδικής θεραπείας και άρχισαν να δουλεύουν με οικογένειες. Έτσι γεννήθηκε η οικογενειακή θεραπεία, και οι έννοιές της άρχισαν να κερδίζουν όλο και περισσότερους υποστηρικτές. Όσο περισσότερο αναγνωριζόταν η οικογενειακή θεραπεία τόσο περισσότερο αμφισβητείτο ο προσανατολισμός στην οικογένεια ώς θεραπευόμενη ομάδα. Η οικογένεια αποτελεί ούτως ή άλλως μια από τις μορφές κοινωνικής οργάνωσης του ανθρώπου. Η σημασία της συστημικής οπτικής ως ένας συγκεκριμένος τρόπος αντίληψης του κόσμου ήρθε στο προσκήνιο. Τόσο η οικογενειακή όσο και η συστημική θεραπεία τείνουν να θεωρούνται ως κάτι περισσότερο από μια μορφή θεραπείας. Οι συστημικές θεραπευτικές τεχνικές προκύπτουν από το ερώτημα: Πως στα κοινωνικά συστήματα οι άνθρωποι κατασκευάζουν από κοινού την πραγματικότητά τους, ποια είναι τα δεδομένα στα οποία βασίζονται οι σκέψεις και τα βιώματά τους, και πως μπορούν αυτά τα δεδομένα να αμφισβητηθούν και να διαταραχθούν. Όσο περισσότερο ερχόταν στο προσκήνιο αυτές οι απόψεις, τόσο πιο ασήμαντο γινόταν το ερώτημα με ποιο κοινωνικό (υπο)σύστημα δούλευε κάποιος και αν ήταν πραγματικά απαραίτητη κάθε φορά η παρουσία ολόκληρης της οικογένειας. Όλο και λιγότερο γίνεται λόγος για οικογενειακή θεραπεία και όλο και περισσότερο για συστημικη θεραπεία ή ακόμη καλύτερα για συστημική συμβουλευτική.
Ο κατάλογος των πιθανών προδρόμων της οικογενειακής θεραπείας είναι μακρύς. Οι απαρχές της προσανατολισμένης προς την οικογένεια δουλειάς εντοπίζεται στον προηγούμενο αιώνα στον τομέα της κοινωνικής εργασίας. Ήδη από το 1890 η αμερικανίδα κοινωνική λειτουργός ZelpaSmith ασκούσε κριτική στους συναδέλφους της: «Οι περισσότεροι από σας θεραπεύουν φτωχά ή άρρωστα, μεμονωμένα άτομα χωρίς να εξετάζουν τις οικογενειακές τους σχέσεις. Εμείς θεραπεύουμε την οικογένεια ως σύνολο, συνήθως με στόχο να τη διατηρήσουμε. Καμιά φορά όμως και για να βοηθήσουμε στη διάλυσή της».
Είναι όμως σημαντικό στο σημείο αυτό να γίνει μια διάκριση ανάμεσα στη θεώρηση των προβλημάτων σε σχέση με την οικογένεια και στην ανάπτυξη μορφών παρέμβασης καθαρά συστημικών. Για πολλά χρόνια ακόμα το επιστημονικό ενδιαφέρον επικεντρωνόταν στην αναζήτηση των αιτιών ή της μιας αιτίας των ψυχικών διαταραχών. Αυτό το πρότυπο ακολουθείτο από τη δεκαετία του 40 περίπου και στις πρώιμες οικογενειακές μελέτες. Εκείνη της εποχή έγιναν και οι πρώτες προσπάθειες να εγκαταλειφθεί το πλαίσιο που υπαγόρευε το setting της ψυχανάλυσης. Έγιναν κάποιες προσπάθειες, αρχικά μεμονωμένες, να συμπεριληφθεί η οικογένεια στη θεραπεία χωρίς βέβαια να μπορεί να γίνει λόγος για οικογενειακή θεραπεία με τη σημερινή έννοια. Αυτό που γινόταν ήταν να εφαρμόζονται τεχνικές ομαδικής θεραπείας σε σχιζοφρενείς και τους γονείς τους.
Διαφορετικά από ότι στην περίπτωση του Freud, στη συστημική – οικογενειακή θεραπεία δε μπορεί να γίνει λόγος για έναν ιδιοφυή θεμελιωτή στον οποίο βασίστηκε η ανάπτυξη της θεωρίας. Περισσότερο έχουμε να κάνουμε με μια σειρά από εξέχουσες προσωπικότητες και δε μπορούμε να ξεχωρίσουμε ποιος ήταν ο πρώτος που ξεκίνησε να δουλεύει με οικογένειες.
Στη VirginiaSatir, η οποία συχνά χαρακτηρίζεται ως η μητέρα της οικογενειακής ψυχοθεραπείας, άρεσε όταν μιλούσε για την γέννηση της οικογενειακής ψυχοθεραπείας να διηγείται μια ιστορία η οποία είναι σίγουρα αντιπροσωπευτική των εμπειριών πολλών συναδέλφων της. Το 1951 της παρέπεμψαν μια 26χρονη σχιζοφρενή την οποία είχαν ήδη αναλάβει χωρίς επιτυχία πολλοί θεραπευτές. Μετά από 6 μήνες αφού είχε σημειωθεί πρόοδος στη θεραπεία, τηλεφώνησε η μητέρα της γυναίκας και απείλησε τη Satir με αγωγή λόγω αποξένωσης από την κόρη της. Η Satir λέει: «Για κάποιο λόγο άκουσα εκείνη την ημέρα δυο μηνύματα στη φωνή της μητέρας. Μια λεκτική απειλή και μια μη λεκτική παράκληση. Αποφάσισα να ακούσω την παράκληση και να αγνοήσω την απειλή. Την προσκάλεσα να με επισκεφτεί. Αυτό που έκανα ήταν τελείως ασυνήθιστο για εκείνο τον καιρό. Εντούτοις αποδέχτηκε την πρόσκλησή μου». Όπως αναφέρει η Satir στην πρώτη κοινή συνάντηση παρατήρησε ότι η ασθενής συμπεριφερόταν πάλι όπως τις πρώτες μέρες στην αρχή της θεραπείας της. Η Satir ανέπτυξε μια νέα ισορροπία και με τις δύο. Η αναφορά στον πατέρα οδήγησε στο επόμενο βήμα διεύρυνσης του setting. Τότε ο πατέρας δε θεωρούνταν μέρος της συναισθηματικής ζωής της οικογένειας, γι’ αυτό οι θεραπευτές δεν τον λάμβαναν καθόλου υπόψη τους. Όταν ήρθε ο πατέρας η Satir βίωσε άλλο ένα σοκ. Τόσο η μητέρα όσο και η κόρη βρίσκονταν στο σημείο όπου είχανε ξεκινήσει. Ενώ στην αρχή είχε επικεντρώσει την προσοχή της στις ενδοψυχικές πλευρές της κόρης, είχε αντιληφθεί και στο επόμενο βήμα στην επικοινωνία μεταξύ μητέρας και κόρης σημαντικές έννοιες της θεωρίας της επικοινωνίας, τώρα ανακάλυπτε τα χαρακτηριστικά της δομής του συστήματος της τριάδας, συμμαχίες, συνασπισμούς, καλυμμένες συγκρούσεις κ.ο.κ. Μετά από λίγο καιρό προσκάλεσε και τον τέλειο αδελφό της ασθενούς και ανέπτυξε μαζί με την οικογένεια μια ισορροπία η οποία επέτρεψε να τερματιστεί με επιτυχία η θεραπεία.
Στη δεκατία του 50’ και 60’ ήταν τρία τα ινστιτούτα που προώθησαν την ανάπτυξη της συστημικής θεραπείας με τις έρευνές τους για τη σχιζοφρένεια. Στο πανεπιστήμιο του Yale η ομάδα του TiodorLidz και στην Washington στο εθνικό ινστιτούτο υγείας διεξήγε έρευνες ο LiemannWinne με τους συνεργάτες του. Τέλος στο Πάλο Άλτο δημιουργήθηκε το ινστιτούτο ψυχικών ερευνών, γνωστό ως MRI – Mental ResearchInstitute. Ιδρύθηκε το 1959 από τον DonJackson, τον JulesRiskin και τη VirginiaSatir. Αργότερα δούλεψαν εκεί μεταξύ άλλων ο JayHaly, oPaulWatschlavick καθώς και o GregoryBateson. Το ινστιτούτο αυτό προσέλκυσε το ενδιαφέρον με τις μελέτες του για τη σχιζοφρένεια μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο ειδικά με τη θεωρία του διπλού δεσμού.
Η εποχή εκείνη ήταν συναρπαστική. Αφενός οι πρόδρομοι ενός διαφορετικού τρόπου αντιμετώπισης των προβλημάτων δέχονταν μεγάλες πιέσεις από τους συναδέλφους τους και αφετέρου από την οπτική της οικογενειακής θεραπείας παρουσιάζονταν νέες δυνατότητες κατανόησης των προβλημάτων των ανθρώπων. Η Satir αναφερόμενη σε αυτήν την εποχή λέει: «Αυτά τα πρώτα χρόνια ήταν συναρπαστικά για όλους εμάς που είχαμε αρχίσει να δουλεύουμε με οικογένειες για τί κινούμασταν σε ένα χώρο εντελώς νέο. Το να τολμήσει κάποιος να υπερβεί τα όρια του επιτρεπτού ήταν κάτι που προκαλούσε φόβο γιατί θεωρητικά και κυριολεκτικά διακινδυνεύαμε το επαγγελματικό μας κύρος».